- ραχάτι
- το, Ναργία και ξεκούραση, τεμπελιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rahat].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραχάτι — το (λ. αραβ.), ανάπαυση, χουζούρι: Δε χαλούσε το ραχάτι του για τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραχατεύω — Ν [ραχάτι] περνώ την ώρα μου με ραχάτι, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
ραχατλής — ο, θηλ. ραχατλού, Ν αυτός στον οποίο αρέσει το ραχάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λής (< τουρκ. κατάλ. li), πρβλ. θεριακ λής] … Dictionary of Greek
καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι … Dictionary of Greek
ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] … Dictionary of Greek
χουζούρι — το, Ν 1. ανάπαυση, ραχάτι 2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά 3. απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur] … Dictionary of Greek
rahat — RAHÁT, rahaturi, s.n. Produs de cofetărie cu aspect gelatinos, fabricat din sirop de zahăr, amidon şi diferite substanţe aromatice şi prezentat de obicei în formă de cuburi mici. ♦ fig. (fam.) Lucru fără importanţă – Din tc. rahat[lokum]. Trimis… … Dicționar Român
ραχατλής — ο αυτός που αγαπά το ραχάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)